Υπάρχω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
haver, estar, exilar, existir, existem, existe, existam, existirem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάρχω
υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπάρχω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- υπάλληλος στα πορτογαλικά - caixeiro, empregado, funcionário, trabalhador, funcionários, do empregado
- υπάρχοντα στα πορτογαλικά - pertences, bens, objetos, os pertences, objectos
- υπέρβαρος στα πορτογαλικά - excesso de peso, sobrepeso, acima do peso, com sobrepeso, overweight
- υπέροχος στα πορτογαλικά - admirável, fabuloso, maravilhoso, maravilha, maravilhosa, maravilhosos, maravilhosas, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: haver, estar, exilar, existir, existem, existe, existam, existirem
Μεταφράσεις: haver, estar, exilar, existir, existem, existe, existam, existirem