Υπάρχω στα κροατικά
Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postojati, postoje, živjeti, postoji, opstati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάρχω
υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας κροατικά, υπάρχω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- υπάλληλος στα κροατικά - pisar, službenik, svećenik, činovnik, zaposlenik, zaposlenika, radnik, ...
- υπάρχοντα στα κροατικά - stvari, predmeti, osobne stvari, su stvari, predmeti lične svojine
- υπέρβαρος στα κροατικά - preopteretiti, pretežak, težine, prekomjerne težine, pretili, prekomjerne tjelesne težine
- υπέροχος στα κροατικά - čudesan, legendaran, prekrasan, sjajan, nevjerojatan, divan, izuzetan, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: postojati, postoje, živjeti, postoji, opstati
Μεταφράσεις: postojati, postoje, živjeti, postoji, opstati