Υπάρχω στα λιθουανικά

Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
egzistuoti, būti, egzistuoja, yra, nėra
Υπάρχω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάρχω

υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υπάρχω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • υπάλληλος στα λιθουανικά - darbuotojas, darbuotojų, darbuotojo, darbuotojui, darbuotojams
  • υπάρχοντα στα λιθουανικά - turtas, nuosavybė, manta, daiktai, daiktų, daiktus
  • υπέρβαρος στα λιθουανικά - antsvoris, antsvorio, antsvorį, antsvoriu, viršsvorio
  • υπέροχος στα λιθουανικά - puikus, fantastinis, nuostabus, nuostabaus, puiki, nuostabi
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: egzistuoti, būti, egzistuoja, yra, nėra