Υπάρχω στα σουηδικά
Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
leva, existera, existerar, finns, finnas, före
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάρχω
υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας σουηδικά, υπάρχω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- υπάλληλος στα σουηδικά - tjänsteman, kontorist, anställd, medarbetare, anställde, är anställd, arbetstagaren
- υπάρχοντα στα σουηδικά - tillhörigheter, ägodelar, saker
- υπέρβαρος στα σουηδικά - övervikt, överviktiga, overweight, överviktig, viktiga
- υπέροχος στα σουηδικά - underbar, sagolik, beundransvärd, fantastisk, fabelaktig, underbara, underbart, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: leva, existera, existerar, finns, finnas, före
Μεταφράσεις: leva, existera, existerar, finns, finnas, före