Εισόδημα στα ιταλικά
Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
entrata, rendita, reddito, redditi, proventi, entrate, di reddito
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισόδημα
εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας ιταλικά, εισόδημα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εισροή στα ιταλικά - afflusso, flusso, afflusso di, afflussi, affluenza
- εισχωρώ στα ιταλικά - penetrare, penetrazione, penetrare in, di penetrare, penetrano
- εκατομμύριο στα ιταλικά - milione, milioni, milioni di, euro, di euro
- εκατονταετηρίδα στα ιταλικά - secolo, centenario, centenaria, del centenario
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: entrata, rendita, reddito, redditi, proventi, entrate, di reddito
Μεταφράσεις: entrata, rendita, reddito, redditi, proventi, entrate, di reddito