Εισόδημα στα ουκρανικά
Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мстити, помста, помститися, мститися, помщатися, дохід, прибуток, доход, доходу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισόδημα
εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εισόδημα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εισροή στα ουκρανικά - грип, приплив, притока, притік, приток, притоку
- εισχωρώ στα ουκρανικά - земля, проникати
- εκατομμύριο στα ουκρανικά - мільйон
- εκατονταετηρίδα στα ουκρανικά - сотня, сторіччя, століття, вік
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мстити, помста, помститися, мститися, помщатися, дохід, прибуток, доход, доходу
Μεταφράσεις: мстити, помста, помститися, мститися, помщатися, дохід, прибуток, доход, доходу