Εισόδημα στα ουγγρικά

Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árbevétel, jövedelem, jövedelmi, bevétel, jövedelme, jövedelmet
Εισόδημα στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισόδημα

εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εισόδημα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εισροή στα ουγγρικά - behatolás, beömlés, beözönlés, befolyás, beáramlása, beáramlás, beáramló, ...
  • εισχωρώ στα ουγγρικά - behatol, behatolnak, behatolni, áthatolni, hatolni
  • εκατομμύριο στα ουγγρικά - millió, M
  • εκατονταετηρίδα στα ουγγρικά - centenárium, centenáriuma, századik évfordulóját, centenáriumát, századik
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: árbevétel, jövedelem, jövedelmi, bevétel, jövedelme, jövedelmet