Εισόδημα στα τούρκικα
Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kazanç, gelir, geliri, gelirleri, gelirli, gelirler
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισόδημα
εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας τούρκικα, εισόδημα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εισροή στα τούρκικα - giriş, girişi, akış, girişinin, girişleri
- εισχωρώ στα τούρκικα - nüfuz, penetre, nüfuz eder
- εκατομμύριο στα τούρκικα - milyon, milyondan, milyona, milyonu
- εκατονταετηρίδα στα τούρκικα - yüzyıl, asır, asırlık, yüzüncü, yüz yıllık, centenary, yüzüncü yılı
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kazanç, gelir, geliri, gelirleri, gelirli, gelirler
Μεταφράσεις: kazanç, gelir, geliri, gelirleri, gelirli, gelirler