Εισόδημα στα λιθουανικά

Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pajamos, pajamų, pajamas, pelno
Εισόδημα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισόδημα

εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εισόδημα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εισροή στα λιθουανικά - įplaukos, srautas, gautos pajamos, bus gautos pajamos, įplaukas
  • εισχωρώ στα λιθουανικά - prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, skverbtis, įsiskverbti į
  • εκατομμύριο στα λιθουανικά - milijonas, mln, milijonų, milijono, milijonai
  • εκατονταετηρίδα στα λιθουανικά - šimtmetis, amžius, Centenary, šimtmetį, šimtosioms, Šimtmečių
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pajamos, pajamų, pajamas, pelno