Επιβλέπω στα λετονικά
Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārraudzīt, pārzināt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβλέπω
επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας λετονικά, επιβλέπω στα λετονικά
Μεταφράσεις
- επιβιβάζομαι στα λετονικά - dēlis, uzsākt, sākt, uzsāktu, iekāpt, iekāpšanu
- επιβιβάζω στα λετονικά - uzsākt, sākt, uzsāktu, iekāpt, iekāpšanu
- επιβλαβής στα λετονικά - kaitīgs, kaitīga, kaitīgas, kaitīgi, kaitēt
- επιβλητικός στα λετονικά - uzliek, uzliekot, uzlikt, ko piemēro, ko nosaka
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: pārraudzīt, pārzināt
Μεταφράσεις: pārraudzīt, pārzināt