Επιβλέπω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
контролирам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβλέπω
επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, επιβλέπω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- επιβιβάζομαι στα σλαβομακεδονικά - се качат, качат, започне, започнат
- επιβιβάζω στα σλαβομακεδονικά - се качат, качат, започне, започнат
- επιβλαβής στα σλαβομακεδονικά - штетни, штетна, штетното, штетно, штетните
- επιβλητικός στα σλαβομακεδονικά - наметнувајќи, наметнување, изрекување, наметнувањето, наметнување на
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: контролирам
Μεταφράσεις: контролирам