Καταναλωτής στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спажывец, спажывец мае
Καταναλωτής στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταναλωτής

ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καταναλωτής στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κατανάλωση στα λευκορωσικά - спажыванне, спажываньне, ўжыванне
  • κατανέμω στα λευκορωσικά - рацыён
  • καταναλώνω στα λευκορωσικά - спажываць, ужываць, ўжываць
  • κατανικώ στα λευκορωσικά - мат, мацюк, мацюкі
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: спажывец, спажывец мае