Καταναλωτής στα τσεχικά
Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odběratel, konzument, zákazník, spotřebitel, spotřebitele, spotřebitelů, spotřebitelských, spotřebitelské
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλωτής
ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας τσεχικά, καταναλωτής στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- κατανάλωση στα τσεχικά - odbyt, opotřebování, spotřeba, spotřeby, spotřebu, spotřebě, konzumace
- κατανέμω στα τσεχικά - rozdělit, rozvrhnout, dávka, porce, příděl, přiřknout, určit, ...
- καταναλώνω στα τσεχικά - zahubit, strávit, stravovat, požívat, vyčerpat, sníst, konzumovat, ...
- κατανικώ στα τσεχικά - přemoci, zvítězit, porazit, mat, dát mat, šachmat, šachmatu, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: odběratel, konzument, zákazník, spotřebitel, spotřebitele, spotřebitelů, spotřebitelských, spotřebitelské
Μεταφράσεις: odběratel, konzument, zákazník, spotřebitel, spotřebitele, spotřebitelů, spotřebitelských, spotřebitelské