Καταναλωτής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumidor, consumidores, dos consumidores, do consumidor, consumo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλωτής
ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταναλωτής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατανάλωση στα πορτογαλικά - consumo, consumo de, o consumo, o consumo de, do consumo
- κατανέμω στα πορτογαλικά - antes, melhor, bastante, muito, racionar, ração, Ration, ...
- καταναλώνω στα πορτογαλικά - consumir, gastar, desgastar, esgotar, consomem, consome, consumo, ...
- κατανικώ στα πορτογαλικά - xeque-mate, checkmate, dar xeque mate, xeque mate
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: consumidor, consumidores, dos consumidores, do consumidor, consumo
Μεταφράσεις: consumidor, consumidores, dos consumidores, do consumidor, consumo