Καταναλωτής στα κροατικά
Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korisnik, potrošač, potrošača, potrošačkih, potrošačke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλωτής
ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας κροατικά, καταναλωτής στα κροατικά
Μεταφράσεις
- κατανάλωση στα κροατικά - konzumiranje, potrošnju, potrošnja, sušica, potrošnje, konzumacija, potrošnji
- κατανέμω στα κροατικά - provizija, rezervirati, porcija, namijeniti, obrok, obroci, razdijeliti, ...
- καταναλώνω στα κροατικά - upotrebljavati, potrošiti, pojesti, iscrpsti, konzumirati, konzumiraju, troše, ...
- κατανικώ στα κροατικά - mat, matirati, šah mat
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: korisnik, potrošač, potrošača, potrošačkih, potrošačke
Μεταφράσεις: korisnik, potrošač, potrošača, potrošačkih, potrošačke