Καταναλωτής στα σουηδικά
Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsument, konsumenten, konsumenternas, konsumenterna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλωτής
ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας σουηδικά, καταναλωτής στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κατανάλωση στα σουηδικά - förbrukning, åtgång, konsumtion, konsumtionen, förbrukningen
- κατανέμω στα σουηδικά - tilldela, anslå, ranson, portion, ransonen, behovet
- καταναλώνω στα σουηδικά - förtära, konsumera, konsumerar, förbrukar, förbruka, förtär
- κατανικώ στα σουηδικά - schackmatt, schack matt, göra schackmatt, schackmatta, i schack matt
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: konsument, konsumenten, konsumenternas, konsumenterna
Μεταφράσεις: konsument, konsumenten, konsumenternas, konsumenterna