Καταναλωτής στα γερμανικά
Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbraucher, konsument, Verbraucher, Konsum, Consumer, der Verbraucher
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλωτής
ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας γερμανικά, καταναλωτής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κατανάλωση στα γερμανικά - zusammenfassung, konsum, verbrauch, Verbrauch, Konsum, Verzehr, Verbrauchs
- κατανέμω στα γερμανικά - zuteilen, zugeteilt, ration, zuteilung, Ration, Verhältnis
- καταναλώνω στα γερμανικά - fressen, verbrauchen, schlucken, konsumieren, verzehren, verbraucht, zu konsumieren
- κατανικώ στα γερμανικά - besiegen, schlagen, Schachmatt, Matt, checkmate, schachmatt zu setzen, matt zu setzen
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verbraucher, konsument, Verbraucher, Konsum, Consumer, der Verbraucher
Μεταφράσεις: verbraucher, konsument, Verbraucher, Konsum, Consumer, der Verbraucher