Καταναλωτής στα πολωνικά
Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spożywca, klient, konsument, odbiorca, konsumentów, konsumenta, konsumenckich, konsumpcyjnych
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταναλωτής
ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας πολωνικά, καταναλωτής στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κατανάλωση στα πολωνικά - zużycie, gruźlica, użycie, spożycie, pobór, zbyt, wykorzystanie, ...
- κατανέμω στα πολωνικά - podzielić, asygnować, wyznaczać, wydzielać, wyznaczyć, racja, przydzielać, ...
- καταναλώνω στα πολωνικά - trawić, konsumować, wydawać, niszczyć, spożywać, pochłaniać, zbywać, ...
- κατανικώ στα πολωνικά - zwyciężyć, zwyciężać, mat, checkmate, zaszachowanie, szachować, szachowania
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: spożywca, klient, konsument, odbiorca, konsumentów, konsumenta, konsumenckich, konsumpcyjnych
Μεταφράσεις: spożywca, klient, konsument, odbiorca, konsumentów, konsumenta, konsumenckich, konsumpcyjnych