Μολύνω στα αλβανικά

Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
infektoj, infektojnë, të infektojnë, infektojë, të infektojë
Μολύνω στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύνω

μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας αλβανικά, μολύνω στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • μολυσματικός στα αλβανικά - molepsës, infektive, infektiv, infektuese, infektive e
  • μολύβι στα αλβανικά - laps, Pencil, Eyeshadow, Shadow, lapsa
  • μομφή στα αλβανικά - turp, qortim, turpi, turpi i, objekt përçmimi
  • μονάδα στα αλβανικά - njësi, njësia, njësi e, njësisë, Njësia e
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: infektoj, infektojnë, të infektojnë, infektojë, të infektojë