Μολύνω στα τσεχικά

Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znečistit, poskvrnit, kontaminovat, nakazit, zamořit, infikovat, infikují, infekci, infikování
Μολύνω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύνω

μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, μολύνω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • μολυσματικός στα τσεχικά - virový, infekční, nakažlivý, nakažlivá, infekčního, infekčním
  • μολύβι στα τσεχικά - tužka, tužku, tužkou, tužky, pencil
  • μομφή στα τσεχικά - kritika, výčitka, vyčítat, pohanění, útržku, potupu
  • μονάδα στα τσεχικά - jednotka, složka, díl, celek, zařízení, přístroj, jednotku, ...
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: znečistit, poskvrnit, kontaminovat, nakazit, zamořit, infikovat, infikují, infekci, infikování