Μολύνω στα δανικά

Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smitte, inficere, inficerer, at inficere, infektion
Μολύνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύνω

μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας δανικά, μολύνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μολυσματικός στα δανικά - infektiøse, smitsom, infektive, smitsomt, inficeret
  • μολύβι στα δανικά - blyant, blyanten, pencil
  • μομφή στα δανικά - bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel
  • μονάδα στα δανικά - enhed, ener, enheden, apparatet, bænk
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smitte, inficere, inficerer, at inficere, infektion