Μολύνω στα τούρκικα
Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bulaştırmak, enfekte, bulaşabilir, bulaşan, enfekte eden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μολύνω
μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, μολύνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μολυσματικός στα τούρκικα - enfektif, infektif, enfeksiyon, bulaşıcı, enfeksiyon yapıcı
- μολύβι στα τούρκικα - galam, kalem, kurşun kalem, pencil, kalemi, kalemle
- μομφή στα τούρκικα - sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak
- μονάδα στα τούρκικα - birlik, birim, birimi, ünitesi, ünite, cihaz
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bulaştırmak, enfekte, bulaşabilir, bulaşan, enfekte eden
Μεταφράσεις: bulaştırmak, enfekte, bulaşabilir, bulaşan, enfekte eden