Μολύνω στα φινλανδικά

Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilata, saastuttaa, tulehtua, tartuttaa, infektoida, infektoimaan, tarttua
Μολύνω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύνω

μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μολύνω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • μολυσματικός στα φινλανδικά - tartunnan, infektoiva, infektiivinen, infektiivisiä, infektoivien
  • μολύβι στα φινλανδικά - lyijykynä, kynä, pencil, lyijykynällä, kynän
  • μομφή στα φινλανδικά - moite, moittia, häväistyksen, häväistykseksi, moitetta
  • μονάδα στα φινλανδικά - osasto, yksikkö, yksikön, laite, laitteen
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pilata, saastuttaa, tulehtua, tartuttaa, infektoida, infektoimaan, tarttua