Μολύνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
псувати, оскверняти, піхотинець, заражати, розкладати, заразити, заражатиме
Μολύνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μολύνω

μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μολύνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μολυσματικός στα ουκρανικά - мегера, інфекційний
  • μολύβι στα ουκρανικά - китицю, склоріз, китиця, олівець, кисть, пензель, карандаш
  • μομφή στα ουκρανικά - осуд, огуда, докір, закид
  • μονάδα στα ουκρανικά - секція, корабель, одиниця, з'єднування, клунок, блок, блоку
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: псувати, оскверняти, піхотинець, заражати, розкладати, заразити, заражатиме