Οδυνηρός στα αλβανικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dhimbshëm, dhimbshme, e dhimbshme, të dhimbshme, dhimbshëm
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας αλβανικά, οδυνηρός στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα αλβανικά - dentar, Dentare, dhëmbëve, Dental, e dhëmbëve
- οδυνηρά στα αλβανικά - me dhimbje, dhimbje, dhimbje të, me dhimbje të, dhimbshëm
- οδυρμός στα αλβανικά - vajtoj, vajtim, një vajtim, vaje një, vaje, një vaje
- οδός στα αλβανικά - rrugë, rruge, rruga, rruga e, rrugës
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: i dhimbshëm, dhimbshme, e dhimbshme, të dhimbshme, dhimbshëm
Μεταφράσεις: i dhimbshëm, dhimbshme, e dhimbshme, të dhimbshme, dhimbshëm