Οδυνηρός στα ουγγρικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fájdalmas, a fájdalmas, fájdalmasabb, fájdalmasak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οδυνηρός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα ουγγρικά - fogászati, fog, fogorvosi, a fogászati, fogtechnikai
- οδυνηρά στα ουγγρικά - fájdalmasan, sajnálatosan, fájdalmas, kínosan
- οδυρμός στα ουγγρικά - lamentáció, siránkozás, siralom, siratóéneket, siránkozást, siratást
- οδός στα ουγγρικά - utca, Street, utcában, utcai, utcán
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fájdalmas, a fájdalmas, fájdalmasabb, fájdalmasak
Μεταφράσεις: fájdalmas, a fájdalmas, fájdalmasabb, fájdalmasak