Οδυνηρός στα σουηδικά

Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smärtsam, plågsam, smärt, smärtsamt, smärtsamma, ont
Οδυνηρός στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδυνηρός

οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας σουηδικά, οδυνηρός στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • οδοντικός στα σουηδικά - dentala, dental, tand, tandvård
  • οδυνηρά στα σουηδικά - plågsamt, smärt, smärtsamt, painfully, pinsamt
  • οδυρμός στα σουηδικά - klagan, lamentation, jämmer, veklagan, klagosång
  • οδός στα σουηδικά - gata, gatan, street
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: smärtsam, plågsam, smärt, smärtsamt, smärtsamma, ont