Οδυνηρός στα δανικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smertelig, smertefulde, smertefuld, smertefuldt, ondt, smertelige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας δανικά, οδυνηρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα δανικά - dental, tandlæge, tand, dentale, dentalt
- οδυνηρά στα δανικά - smerteligt, smertefuldt, smertelig, pinligt, pinefuldt
- οδυρμός στα δανικά - klagesang, Klage, klageråb, bedrøvelse, Graad
- οδός στα δανικά - gade, gaden, street
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smertelig, smertefulde, smertefuld, smertefuldt, ondt, smertelige
Μεταφράσεις: smertelig, smertefulde, smertefuld, smertefuldt, ondt, smertelige