Οδυνηρός στα ρουμανικά

Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dureros, groaznic, dureroasă, dureroase, dureroasa, de dureros
Οδυνηρός στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδυνηρός

οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, οδυνηρός στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • οδοντικός στα ρουμανικά - dentar, dentare, dentară, dentara, stomatologic
  • οδυνηρά στα ρουμανικά - dureros de, dureros, durere, cu durere, extrem de
  • οδυρμός στα ρουμανικά - tânguire, elegie, lamentație, lamentare, bocet, plângere, jale
  • οδός στα ρουμανικά - cale, stradă, de stradă, strada, din stradă, str
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: dureros, groaznic, dureroasă, dureroase, dureroasa, de dureros