Οδυνηρός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
болезнен, мъчителен, болезнено, болезнена, болезнени
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οδυνηρός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα βουλγαρικά - зъболекарски, стоматологична, дентална, стоматологично, денталната
- οδυνηρά στα βουλγαρικά - болезнено, мъчително, болка, до болка, мъка
- οδυρμός στα βουλγαρικά - плач, оплакване, ридание, заплачи, риданието
- οδός στα βουλγαρικά - улица, улицата, улично, уличка
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: болезнен, мъчителен, болезнено, болезнена, болезнени
Μεταφράσεις: болезнен, мъчителен, болезнено, болезнена, болезнени