Οδυνηρός στα εσθονικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piinarikas, vaevaline, valus, valulik, valusad, valulikud, valuliku
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας εσθονικά, οδυνηρός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα εσθονικά - uuristus, sälk, mõlk, hamba-, hambaravi, dental, hambaarsti, ...
- οδυνηρά στα εσθονικά - piinarikkalt, valusalt, valulikult, valuliselt, piinlikult
- οδυρμός στα εσθονικά - itk, hädaldamine, kurvastamiseks, kurtmine, halamine, itkulised
- οδός στα εσθονικά - vali, tänav, Street, tänaval, tänava, tänavale
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: piinarikas, vaevaline, valus, valulik, valusad, valulikud, valuliku
Μεταφράσεις: piinarikas, vaevaline, valus, valulik, valusad, valulikud, valuliku