Οδυνηρός στα ολλανδικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zeer, afgrijselijk, afschuwelijk, smartelijk, deerlijk, pijnlijk, ijselijk, gruwelijk, pijnlijke, pijn, pijnlijker, pijnlijk zijn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οδυνηρός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα ολλανδικά - getand, tand-, tandheelkundige, tandheelkunde, tand, dentale
- οδυνηρά στα ολλανδικά - pijnlijk, moeizaam, pijnlijke, tergend, op pijnlijke
- οδυρμός στα ολλανδικά - weeklagen, klaaglied, weeklacht, jammerklacht, verzuchting, klaagzang
- οδός στα ολλανδικά - straat, op straat, street, de straat, weg
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zeer, afgrijselijk, afschuwelijk, smartelijk, deerlijk, pijnlijk, ijselijk, gruwelijk, pijnlijke, pijn, pijnlijker, pijnlijk zijn
Μεταφράσεις: zeer, afgrijselijk, afschuwelijk, smartelijk, deerlijk, pijnlijk, ijselijk, gruwelijk, pijnlijke, pijn, pijnlijker, pijnlijk zijn