Οδυνηρός στα πολωνικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotkliwy, żmudny, przykry, dolegliwy, bolesny, bolesne, bolesna
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας πολωνικά, οδυνηρός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα πολωνικά - zębny, zębowy, stomatologiczny, dentystyczny, dentystyczne, stomatologiczne
- οδυνηρά στα πολωνικά - boleśnie, poważnie, dotkliwie, dokuczliwie, mozolnie, do bólu, bólem
- οδυρμός στα πολωνικά - skarga, lament, lamentować, ubolewać, opłakiwać, lamentacja, rozpacz, ...
- οδός στα πολωνικά - aleja, droga, ulica, uliczny, ulicy, street, ulic
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dotkliwy, żmudny, przykry, dolegliwy, bolesny, bolesne, bolesna
Μεταφράσεις: dotkliwy, żmudny, przykry, dolegliwy, bolesny, bolesne, bolesna