Οδυνηρός στα ιταλικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
doloroso, penoso, dolente, dolorosa, dolorose, dolorosi, dolore
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας ιταλικά, οδυνηρός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα ιταλικά - dentale, odontoiatrico, dentali, dentistico, odontoiatrica
- οδυνηρά στα ιταλικά - dolorosamente, penosamente, faticosamente, dolorosa, doloroso
- οδυρμός στα ιταλικά - compiangere, nenia, lamento, gemito, lamentazione, lamenti, pianto, ...
- οδός στα ιταλικά - via, strada, stradale, per strada, di strada
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: doloroso, penoso, dolente, dolorosa, dolorose, dolorosi, dolore
Μεταφράσεις: doloroso, penoso, dolente, dolorosa, dolorose, dolorosi, dolore