Οδυνηρός στα ισλανδικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sársaukafullt, sársaukafull, sárt, sársaukafullur, sársauka
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οδυνηρός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα ισλανδικά - tann, Dental, tannlæknaþjónustu, tannlækninga, tannlækningar
- οδυνηρά στα ισλανδικά - harmkvælum, átakanlega, með harmkvælum, valdið miklum sársauka, sársaukafullan
- οδυρμός στα ισλανδικά - harma, harmakvein, sorgarkvæði, harmakveins, harmljóð, sorgarkvein
- οδός στα ισλανδικά - gata, götu, götuheiti, götunni, stræti
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sársaukafullt, sársaukafull, sárt, sársaukafullur, sársauka
Μεταφράσεις: sársaukafullt, sársaukafull, sárt, sársaukafullur, sársauka