Οδυνηρός στα σλοβενικά
Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
boleče, boleča, boleč, boleči
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οδυνηρός
οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, οδυνηρός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- οδοντικός στα σλοβενικά - dentální, zobni, zobozdravstveni, zobozdravstvena, zobozdravstvene, zobozdravstveno
- οδυνηρά στα σλοβενικά - boleče, mučno, boleč, boleč način, na boleč
- οδυρμός στα σλοβενικά - žalovanje, Naricanje, tužaljka
- οδός στα σλοβενικά - pouliční, ulice, ulica, ulična, ulico, ulic
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: boleče, boleča, boleč, boleči
Μεταφράσεις: boleče, boleča, boleč, boleči