Βουρκωμένος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъглив, мъглива, мъгливо, мъгливата, мъглявата
Βουρκωμένος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βουρκωμένος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα βουλγαρικά - вид силикон, силикон, нетъкани материали, замажете, нетъкани
  • βουνό στα βουλγαρικά - гора, планина, планински, планината, планинско, планинска
  • βουρτσίζω στα βουλγαρικά - шубрак, храсталак, четка, четката, четки, четка за
  • βουτώ στα βουλγαρικά - погребение, потъвам, гмурвам, потопявам
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мъглив, мъглива, мъгливо, мъгливата, мъглявата