Βουρκωμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sulu, puslu, sisli, misty, puslu bir, buğulu
Βουρκωμένος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, βουρκωμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα τούρκικα - takunya, kalafatlamak, kalafat, caulk, kalafat etmek, da caulk
  • βουνό στα τούρκικα - dağ, Mountain, dağlık, bir dağ
  • βουρτσίζω στα τούρκικα - fırça, fırçası, fırçalar, fýrça, bir fırça
  • βουτώ στα τούρκικα - batmak, çimdiklemek, yankesici, aşırmak, daldırmak, çalmak, dalmak, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sulu, puslu, sisli, misty, puslu bir, buğulu