Βουρκωμένος στα τσεχικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozředěný, vlhký, vodnatý, mlhavý, mlhavé, mlhavo, misty, zamlžené
Βουρκωμένος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, βουρκωμένος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα τσεχικά - zanést, zacpat, překážet, zanášet, ucpat, utěsnit, těsnící, ...
  • βουνό στα τσεχικά - vrch, montovat, stoupat, hora, zvyšovat, vystoupit, hornatý, ...
  • βουρτσίζω στα τσεχικά - křovina, kartáč, křoví, houština, kartáček, kartáčování, otřít, ...
  • βουτώ στα τσεχικά - ponoření, vnořit, potápěč, ukradnout, vrhnout, zapustit, tlak, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: rozředěný, vlhký, vodnatý, mlhavý, mlhavé, mlhavo, misty, zamlžené