Βουρκωμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
туманны, імглісты, туманный, туманнае, прымглёны
Βουρκωμένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βουρκωμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα λευκορωσικά - канапаціць
  • βουνό στα λευκορωσικά - падымаццa, гара, гора
  • βουρτσίζω στα λευκορωσικά - щчотка, шчотка
  • βουτώ στα λευκορωσικά - апускаць, пагружаць, апускай, апускацца
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: туманны, імглісты, туманный, туманнае, прымглёны