Βουρκωμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veetee, udune, Misty, uduse, uduste, udused
Βουρκωμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, βουρκωμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα εσθονικά - ummistama, kammitsema, takistus, triivima, pahtlit, tihendusaine, takutama
  • βουνό στα εσθονικά - paigaldama, mägi, mägedele, mäestike, mägede, mäe
  • βουρτσίζω στα εσθονικά - harjama, pintsel, pühkima, hari, võsa, harja, pintsliga
  • βουτώ στα εσθονικά - pikee, taskuvaras, sukeldumine, süüvima, varastama, kitsikus, arest, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: veetee, udune, Misty, uduse, uduste, udused