Βουρκωμένος στα νορβηγικά
Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vandig, misty, tåkete, disig, tåke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος
βουρκωμένος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, βουρκωμένος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- βουλώνω στα νορβηγικά - caulk, fugemasse, kittet
- βουνό στα νορβηγικά - berg, montere, bestige, fjell, fjellet, terreng, av fjell
- βουρτσίζω στα νορβηγικά - børste, buskvegetasjon, pensel, børsten
- βουτώ στα νορβηγικά - dyppe, knipe, stupe, dykke, dukke, dukkert, stjele, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: vandig, misty, tåkete, disig, tåke
Μεταφράσεις: vandig, misty, tåkete, disig, tåke