Βουρκωμένος στα σουηδικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dimmiga, misty, dimmig, dimmigt, disigt
Βουρκωμένος στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, βουρκωμένος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα σουηδικά - caulk, diktnings, täta, fogmassa, fogmassan
  • βουνό στα σουηδικά - fjäll, berg, berget, landskap, bergs, annat landskap
  • βουρτσίζω στα σουηδικά - borsta, borste, pensel, borsten, borst
  • βουτώ στα σουηδικά - knipa, doppa, stjäla, dyka, submerse, Doppa, doppas
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: dimmiga, misty, dimmig, dimmigt, disigt