Βουρκωμένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
магливиот, магливата, магливо, маглива, замаглен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος
βουρκωμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βουρκωμένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- βουλώνω στα σλαβομακεδονικά - вид силикон
- βουνό στα σλαβομακεδονικά - планина, планински, планината, планинскиот, планинските
- βουρτσίζω στα σλαβομακεδονικά - четка, четката, четка за, со четка, четки
- βουτώ στα σλαβομακεδονικά - submerse
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: магливиот, магливата, магливо, маглива, замаглен
Μεταφράσεις: магливиот, магливата, магливо, маглива, замаглен