Βουρκωμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Misty
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος
βουρκωμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βουρκωμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βουλώνω στα ισλανδικά - caulk, þéttiefni
- βουνό στα ισλανδικά - fell, fjall, fjallið, fjallahjól, fjallinu, Mountain
- βουρτσίζω στα ισλανδικά - bursti, bursta, pensill
- βουτώ στα ισλανδικά - ögn, ausa, kafa, dýfa, stela, submerse
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Misty
Μεταφράσεις: Misty