Βουρκωμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enevoado, nebuloso, Misty, enevoada, neblina
Βουρκωμένος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βουρκωμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα πορτογαλικά - tapar, obstrução, arrolhar, tampar, calafetar, calafetação, caulk, ...
  • βουνό στα πορτογαλικά - montagem, mudar, serra, montanhas, monte, montanha, à montanha, ...
  • βουρτσίζω στα πορτογαλικά - arvoredo, escova, matagais, pincel, escova de, da escova, brush
  • βουτώ στα πορτογαλικά - almoço, divã, captura, roubar, abismar-se, beliscar, banhar, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: enevoado, nebuloso, Misty, enevoada, neblina