Βουρκωμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: βουρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фонтан, туманний, мрячний, туманне, туманна, туманного
Βουρκωμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουρκωμένος

βουρκωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βουρκωμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βουλώνω στα ουκρανικά - пута, засмічення, конопатіть, конопатити, веснянкуватий
  • βουνό στα ουκρανικά - вали, пагорб, підійматися, підійматись, заїзд, сходження, гора
  • βουρτσίζω στα ουκρανικά - вичесати, садно, щітка, вичісувати, щетка
  • βουτώ στα ουκρανικά - нахилятись, займати, крадіжка, щипці, клешні, примадонни, нахиляти, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρκωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: фонтан, туманний, мрячний, туманне, туманна, туманного