Διυλιστήριο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рафинерия, рафинерията, нефтопреработвателния завод, нефтозаводски, нефтопреработвателните заводи
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διυλιστήριο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα βουλγαρικά - колеблив, нерешителен, колебаят, колебливо, се колебаят
- διστακτικότητα στα βουλγαρικά - колебание, двоуми реализира, се двоуми реализира, се двоуми реализира за, двоуми реализира за
- διφορούμενος στα βουλγαρικά - двусмислен, двусмислени, двусмислено, неясна, двусмислена
- διχάζω στα βουλγαρικά - разделение, раздвоен, раздвояваме
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: рафинерия, рафинерията, нефтопреработвателния завод, нефтозаводски, нефтопреработвателните заводи
Μεταφράσεις: рафинерия, рафинерията, нефтопреработвателния завод, нефтозаводски, нефтопреработвателните заводи