Διυλιστήριο στα φινλανδικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalostamo, jalostamon, jalostamolla, jalostamojen, jalostamoiden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διυλιστήριο στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα φινλανδικά - horjuva, ujo, karsas, nurja, epäröivä, vastahakoinen, nuiva, ...
- διστακτικότητα στα φινλανδικά - empiminen, epäröiminen, epäröinti, epäröintiä, epäröimättä, epäröi
- διφορούμενος στα φινλανδικά - epäselvä, moniselitteinen, epäselviä, moniselitteisiä, epämääräinen
- διχάζω στα φινλανδικά - halkoa, vedenjakaja, erota, haarautua, irrottaa, erottaa, pirstoa, ...
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: jalostamo, jalostamon, jalostamolla, jalostamojen, jalostamoiden
Μεταφράσεις: jalostamo, jalostamon, jalostamolla, jalostamojen, jalostamoiden