Διυλιστήριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: διυλιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
raffinaderij, raffinaderij van, raffinaderijen, raffinage
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διυλιστήριο
διυλιστήριο νερού, διυλιστήριο ελευσίνας, διυλιστήριο θεσσαλονίκης, διυλιστήριο πετρελαίου, διυλιστήριο πάφου, διυλιστήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διυλιστήριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διστακτικός στα ολλανδικά - bedeesd, beschroomd, besluiteloos, aarzelend, terughoudend, aarzelende, aarzelen, ...
- διστακτικότητα στα ολλανδικά - hapering, aarzeling, geweifel, aarzelen, te aarzelen, aarzelt, aarzeling opnemen
- διφορούμενος στα ολλανδικά - dubbelzinnig, dubbelzinnige, ambigue, ambigu, onduidelijk
- διχάζω στα ολλανδικά - splitsen, afbreken, schiften, delen, afzonderen, kloven, afwateringsgebied, ...
Τυχαίες λέξεις
Διυλιστήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: raffinaderij, raffinaderij van, raffinaderijen, raffinage
Μεταφράσεις: raffinaderij, raffinaderij van, raffinaderijen, raffinage